- ἀψεύδεια
- ἀ-ψεύδεια, Truglosigkeit, Wahrheit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀψευδείᾳ — ἀψευδείᾱͅ , ἀψεύδεια truthfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψεύδεια — ἀψεύδεια και ἀψευδία, η (Α) [αψευδής] 1. το να μη λέει κάποιος ψέματα, η φιλαλήθεια 2. η φερεγγυότητα … Dictionary of Greek
ἀψεύδεια — truthfulness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδείας — ἀψευδείᾱς , ἀψεύδεια truthfulness fem acc pl ἀψευδείᾱς , ἀψεύδεια truthfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψεύδειαν — ἀψεύδεια truthfulness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0238 Chronological Sequence: Unknown date, 6c գ. ἁψεύδεια veritas, veracitas Անսուտն գոլ. ստուգութիւն. ճշմարտախօսութիւն. ողջմտութիւն. *Արժա՛ն է ընդունել զանստութիւն մտացն խոստովանեցելոյ: Իմացեալ լինի ոչ դուզնաքեայ եւ յայլոցն անստութեամբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)